Βαβέλ

Βαβέλ
I
(Babel). Σημιτική ονομασία της εξελληνισμένης Βαβυλώνας. Η λέξη αυτή διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, από την εποχή που γράφτηκε το 11ο βιβλίο της Γένεσης, όπου περιγράφεται η ιστορία του ομώνυμου πύργου. Στα εβραϊκά σημαίνει σύγχυση και αναφέρεται στη σύγχυση των γλωσσών που προκλήθηκε από την τιμωρία που επέβαλε ο Θεός στις διάφορες σημιτικές φυλές, όταν αυτές προσπάθησαν να χτίσουν πανύψηλο πύργο που να φτάνει στον ουρανό. Η οικοδόμηση του πύργου τοποθετείται στη νεολιθική εποχή. Οι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί Ηρόδοτος, Στράβων και Διόδωρος αναφέρουν τα ερείπια του πύργου, αλλά μάλλον πρόκειται για μεταγενέστερα οικοδομήματα. Παρόμοιοι μύθοι είναι γνωστοί και σε άλλους λαούς (Πέρσες, Ινδοί, Μεξικανοί κλπ.).
Η ιστορία του Πύργου της Βαβέλ αναφέρεται στο 11ο βιβλίο της Γένεσης· είναι γνωστή η σύγχυση των γλωσσών που προκλήθηκε από την τιμωρία που επέβαλε ο Θεός στις διάφορες σημιτικές φυλές, όταν αυτές προσπάθησαν να χτίσουν πανύψηλο πύργο που να φτάνει στον ουρανό (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
II
(Αστρον.). Αστεροειδής, που επισημάνθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1935. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,3 από τον Ήλιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνα — (Μπαμπ ίλι ασσυρο βαβυλωνιακά, Κα ντιγκίρρα [πύλη του Θεού] σουμερικά, Βαβέλ εβραϊκά). Πρωτεύουσα της αρχαίας Βαβυλωνίας. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στη σημερινή πόλη Αλ Χίλα (268.834 κάτ.), πρωτεύουσα της επαρχίας Μπαμπίλ (Βαβυλώνα) (5.603… …   Dictionary of Greek

  • Torre de Babel — Para otros usos de este término, véase Torre de Babel (desambiguación). Dibujo del Etemenanki, un antiguo zigurat de Babilonia que podría haber tenido más de 90 metros de altura. La Torre de Babel (en hebreo …   Wikipedia Español

  • BABEL — nomen civitatis. Gen. c. 11. v. 9. Ubi linguarum confusione turrim aedificantium conatus impediti, et cum una prius esset, plurimae exortae. 72. enim pro numero gentium hinc ortas communis opinio est, Gen. c. 10. v. 10. Hieronym. in c. 26. Mattb …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • βαβυλωνία — Κωμωδία του Δημ. Βυζάντιου. Αφίσα από θεατρική παράσταση της κωμωδίας «Βαβυλωνία» του 1879. * * * η 1. σύγχυση, οχλαγωγία 2. (ως κυρ. όν.) Βαβυλωνία κλασική κωμωδία του νεοελληνικού θεάτρου, έργο του Δ. Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βαβυλώνα (αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • γένεσις — Το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που αρχίζει με τη διήγηση της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν με μόνο τον λόγο του Θεού, ώστε ο άνθρωπος, που κατέχει μέσα σε αυτόν μοναδική θέση, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”